- περιπτύσσω
- ΝΜΑ(το ενεργ. και μέσ.) περιπτύσσομαιπεριβάλλω κάποιον ή κάτι με τους βραχίονες και, κυρίως, κλείνω μέσα στην αγκαλιά μου, αγκαλιάζω (α. «λαμπρυνθῶμεν τῇ πανηγύρει καὶ ἀλλήλους περιπτυξώμεθα», Ακολ. Πάσχαβ. «ὥς σε περιπτύξω καὶ χείλεα χείλεσι μίξω», Βίων)αρχ.1. καλύπτω κάτι ολόγυρα, τό καλύπτω εντελώς («κατηρεφεῑ τύμβῳ περιπτύξαντες», Σοφ.)2. περιτυλίσσω3. στρ. περικυκλώνω4. βάζω κάτι γύρω από κάτι άλλο5. (με ειδική σημ.) ράβω πάνω σε παρυφή ενδύματος χρυσή ταινία5. (μέσ. και παθ.) μτφ. α) περιποιούμαι, καλοπιάνωβ) (για τον Έρωτα) μαζεύομαι ώστε να χωρώ παντού («πρὸς τούτοις ὑγρὸς τὸ εἶδος [ὁ Ἔρως] οὐ γὰρ ἂν οἷός τ' ἦν πάντη περιπτύσσεσθαι», Πλούτ.)6. φρ. «περιπτύσσω χέρας» — σταυρώνω τα χέρια.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + πτύσσω «αναδιπλώνω, μαζεύω»].
Dictionary of Greek. 2013.